- περισκέλεια
- και περισκελία, ἡ, Α [περισκελής (Ι)]1. σκληρότητα, σφοδρότητα, τραχύτητα2. μτφ. άκαμπτη επιμονή, σκληρότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περισκελείᾳ — περισκελείᾱͅ , περισκέλεια hardness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισκελείας — περισκελείᾱς , περισκέλεια hardness fem acc pl περισκελείᾱς , περισκέλεια hardness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισκέλειαν — περισκέλεια hardness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισκελία — ἡ, ΜΑ η περισκέλεια* … Dictionary of Greek
περισκελασία — ἡ, Α (για τον ελλέβορο, που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι ως φάρμακο) η δριμύτητα, η δραστικότητα στην ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού περισκέλεια, κατά τα θερμ ασία, φλεγμ ασία] … Dictionary of Greek